- μουντζαλώνω
- μουντζάλωσα, μουντζαλώθηκα, μουντζαλωμένος, λερώνω με μελανιές: Χύθηκε το μελάνι και μουντζάλωσε τη φούστα μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουντζαλώνω — μουντζαλώνω, μουντζάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουντζαλώνω — [μουντζαλιά] λερώνω κάτι με μουντζαλιές, με μαύρες κηλίδες … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
μουντζάλωμα — και μουτζάλωμα, το [μουντζαλώνω] λέρωμα με μελάνι, μουντζάλισμα … Dictionary of Greek
μουντζαλιάζω — και μουτζαλιάζω [μουντζαλιά] λερώνω με μελάνι, με μελανές κηλίδες μουντζαλώνω … Dictionary of Greek
μουντζαλωτής — και μουτζαλωτής, ο [μουντζαλώνω] αυτός που μουντζαλώνει … Dictionary of Greek
μουτζαλώνω — βλ. μουντζαλώνω … Dictionary of Greek